θρόνος

θρόνος
θρόνος
Grammatical information: m.
Meaning: `throne, seat', also `chair of state, judge's seat'.
Dialectal forms: Myc. tono, toronowoko
Compounds: Compp., e. g. χρυσό-θρονος `with golden throne' (Il.)
Derivatives: Diminutives θρονίς f. (Them.), θρόνιον (EM, Ptol.); further θρονίτης (cod. -τις) πρώτιστος H. (cf. Redard Les noms grecs en -της 24); θρονιτικός `throne-like' (Sidyma); denomin. verb θρονίζομαι `be placed on the throne' (LXX) with θρονιστής `enthroner' (liter. pap.), θρονισμός `enthronisation' (D. Chr. ); also θρόνωσις `id.' (Pl. Euthd. 277d; as Rite of the Corybantes) as if from *θρονόομαι; cf. Chantraine Formation 279; on the facts v. Wilamowitz Glaube 2, 187.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Formation like κλ-όνος (from κέλομαι(?); cf. also χρόνος and Κρόνος), from a verb `hold, support, bear', seen e. g. in Skt. perf. dā̆dhā́ra (would be Gr. *τέ-θορ-α), in the athem. root aor. dhr̥-thās (2. sg.), perhaps also in ἐν-θρ-εῖν φυλάσσειν H. (s. θρησκεύω); θρόνος would then be prop. "supporter, bearer". Greek relatives are: θόρναξ ὑποποδιον. Κύπριοι. η ἱερὸν Άπόλλωνος ἐν τῃ̃ Λακωνικῃ̃ H., prob. for *θρόναξ through metathesis and so directly derived from θρόνος. Forms with θρᾱ- are too far away: θρή-σασθαι with θρᾶ-νος (s. v.), θρῆ-νυς; θρά̄-σκω with θρησκεύω (s. v.); there is no indication that they have enything to do with θρόνος. - Representatives in other languages, e. g. Lat. ferē, frētus, firmus , Skt. caus. dhāráyati, dhárma- `right, custom', dháraṇa- `holding', give nothing new for Greek. More forms Pok. 252f., W.-Hofmann s. firmus, ferē, Mayrhofer s. dhāráyati. - However, Greek has no forms in -ον-ος, only -ων, -ων-ος and -ων, -ον-ος (Chantr. Form. 159ff); there is no certain instance of IE -ον-ος (as opposed to roots with o-vocalism, like βρόμ-ος); on the other hand most Greek words in -ον-ος are suspected to be of Pre-Greek origin; also there is no word for `chair' derived from the root *dher- (Pok. 252f, nor is there any Greek substantive which is certainly derived from this root (Pok. 252). So we can be rather certain that this word is Pre-Greek.
Page in Frisk: 1,686-687

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • θρόνος — seat masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρόνος — Υψηλό κάθισμα με βραχίονες, ερεισίνωτο και υποπόδιο· μεταφορικά, το αξίωμα των βασιλιάδων και των αρχιερέων, καθώς και η εξουσία ή και η περιφέρεια στην οποία ασκείται η εξουσία επισκόπου. Από τους αρχαίους χρόνους ο θ. αποτελούσε τιμητικό… …   Dictionary of Greek

  • θρόνος — ο 1. πολυτελές κάθισμα: Επισκοπικός θρόνος. 2. εξουσία: Ανεβαίνω στο θρόνο. – Απομακρύνομαι από το θρόνο. 3. φρ., «λόγος του θρόνου», λόγος που παλαιότερα εκφωνούσε ο βασιλιάς στη Βουλή, όταν άρχιζαν οι εργασίες της …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δεσποτικός ή επισκοπικός θρόνος — Ο θρόνος που βρίσκεται στο εσωτερικό του κυρίως ναού, στο δεξιό μέρος του. Ονομάζεται και καθέδρα. Κατά τους βυζαντινούς χρόνους, στη θέση αυτή καθόταν ο αυτοκράτορας. Ο πατριάρχης είχε άλλο θρόνο, απέναντι από αυτόν του αυτοκράτορα. Μετά την… …   Dictionary of Greek

  • θρόνε — θρόνος seat masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρόνοι — θρόνος seat masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρόνους — θρόνος seat masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διακόσμηση — Ο εξωραϊσμός, το στόλισμα, η επίθεση στολιδιών σε ένα οικοδόμημα. Δ. χαρακτηρίζεται οτιδήποτε συμπληρώνει τη βασική κατασκευή ενός κτιρίου, στολίζοντας ή εμπλουτίζοντας την εξωτερική ή εσωτερική επιφάνειά του. Αυτό δεν σημαίνει ότι η δ. έχει… …   Dictionary of Greek

  • Throne — This article is about royal thrones; for other meanings see Throne (disambiguation). The thrones for Elizabeth II as Queen of Canada, and the Duke of Edinburgh (back) in the Canadian Senate, Ottawa are usually occupied by the Queen s… …   Wikipedia

  • αρκοσόλιο — (arcosolium). Όρος που προέρχεται από τις λατινικές λέξεις arcus (= αψίδα) και solium (= θρόνος βασιλικός, κρεβάτι και αργότερα σαρκοφάγος). Το α. είναι υπόγειος ιδιωτικός τάφος των πρώτων χριστιανικών χρόνων, που η προέλευσή του ξεκινά από τα… …   Dictionary of Greek

  • θρονί — το (ΑΜ θρόνιον, Μ και θρόνιον) [θρόνος] 1. μικρός θρόνος, κάθισμα, σκαμνί με ερεισίνωτο 2. βασιλικός ή ιερατικός θρόνος νεοελλ. 1. ξύλινο έπιπλο σε ορισμένη θέση τού ναού, όπου τοποθετείται εικόνα τής Θεοτόκου ή τιμώμενου αγίου («το θρονί τής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”